- μπαλώνομαι
- μπαλώνομαι, μπαλώθηκα, μπαλωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ … Dictionary of Greek
μπαλώνω — μπάλωσα, μπαλώθηκα, μπαλωμένος 1. επιδιορθώνω φθαρμένο ύφασμα ή άλλο αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση κομματιού: Μπάλωσα τις τρύπες του σακακιού. 2. μτφ., δικαιολογώ ή διορθώνω πρόχειρα κάποιο σφάλμα: Ευτυχώς τα μπάλωσα και δεν τιμωρήθηκα. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)